σαπροφυτικός

σαπροφυτικός
η , ό[ν] сапрофитный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σαπροφυτικός" в других словарях:

  • σαπροφυτικός — ή, ό, Ν βιολ. (για οργανισμό) αυτός που τρέφεται με νεκρή ή αποικοδομούμενη οργανική ύλη. επίρρ... σαπροφυτικώς και σαπροφυτικά με σαπροφυτικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρόφυτο. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ν. Χλωρό] …   Dictionary of Greek

  • σαπροφυτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στα σαπρόφυτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντερόκοκκος — ο διπλόκοκκος, άλλοτε σαπροφυτικός και άλλοτε παθογόνος, οπότε και μπορεί να προκαλέσει ή να φέρει επιπλοκές σε πολλές λοιμώξεις …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»